σελάχιος

σελάχιος
-α, -ο / σελάχιος, -ία, -ον, ΝΑ [σέλαχος (ΙΙ)]
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σελάχιοι
ζωολ. υφομοταξία ή ομοταξία χονδροϊχθύων που, σε αντιδιαστολή με τους ολοκέφαλους, φέρουν 5-7 ζεύγη ορατών εξωτερικά βραγχιακών σχισμών διατεταγμένων κατακόρυφα ή πλάγια με την μορφή ελασμάτων στο οπίσθιο μέρος τού κεφαλιού, χωρίς επικάλυμμα, αλλ. ελασμοβράγχιοι ή πλαγιόστομοι
αρχ.
αυτός που ανήκει στα σελάχια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σελάχιοι — σελάχιος cartilaginous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελάχι' — σελάχια , σελάχιον neut nom/voc/acc pl σελάχια , σελάχιος cartilaginous neut nom/voc/acc pl σελάχιε , σελάχιος cartilaginous masc voc sg σελάχιαι , σελάχιος cartilaginous fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχίας — σελαχίᾱς , σελάχιος cartilaginous fem acc pl σελαχίᾱς , σελάχιος cartilaginous fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχίων — σέλαχος the cartilaginous neut gen pl (doric) σελάχιον neut gen pl σελάχιος cartilaginous fem gen pl σελάχιος cartilaginous masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελάχιον — neut nom/voc/acc sg σελάχιος cartilaginous masc acc sg σελάχιος cartilaginous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκούαλος — (squalus acanthias ή acanthias vnlgaris). Σελάχιος της οικογένειας των Σκουαλιδών, της τάξης των σκουαλόμορφων. Το ψάρι αυτό, μήκους κατά μέσο όρο 85 εκ., έχει πολύ ευλύγιστο σώμα και οι άνω και κάτω γνάθοι του είναι εφοδιασμένοι με έξι σειρές… …   Dictionary of Greek

  • σελαχίοις — σελάχιον neut dat pl σελάχιος cartilaginous masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχίοισι — σελάχιον neut dat pl (epic ionic aeolic) σελάχιος cartilaginous masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχίου — σελάχιον neut gen sg σελάχιος cartilaginous masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελάχια — σελάχιον neut nom/voc/acc pl σελάχιος cartilaginous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”